σιγαλός
Смотреть что такое "σιγαλός" в других словарях:
σιγαλός — σιγαλός, ή, ό και σιγανός, ή, ό επίρρ. ά 1. αθόρυβος, ήσυχος: Από το στόμα του βγήκε ένας σιγανός ήχος. – Με σιγανή φωνή τον παρακαλούσε να τη λυπηθεί. 2. ήρεμος, βραδυκίνητος: Τα ζώα αυτά είναι πολύ σιγανά. – Έπεσε σιγανή βροχή. 3. «σιγανό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιγαλός — και σιγηλός, ή, ό / σιγαλός και σιγηλός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που τηρεί σιγή, σιωπηλός 2. αυτός που δεν λέει πολλά, λιγομίλητος 3. αυτός που γίνεται χωρίς να προκαλεί θόρυβο, αθόρυβος, ήσυχος, σιγανός νεοελλ. 1. αυτός που κινείται με αργό ρυθμό,… … Dictionary of Greek
σιγαλώ — όω, Α καθιστώ κάτι λείο, στιλπνό, στιλβώνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το σιγαλόεις «λείος, στιλπνός, γυαλιστερός» και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. *σίγαλος (πρβλ. νεο σίγαλος)] … Dictionary of Greek
σιγαλά — Ν επίρρ. βλ. σιγαλός … Dictionary of Greek
σιγαληνά — Ν επίρρ. (ποιητ. τ.) χωρίς θόρυβο, ήρεμα, ήσυχα («εκεί στους βράχους / σχίζεται η θάλασσα / σιγαληνά», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Με συμφυρμό τών λ. σιγανός + σιγαλός, κατά τα επιρρ. σε α] … Dictionary of Greek
σιγαλιά — η, Ν [σιγαλός] (ιδίως κατά τη διάρκεια τής νύχτας) ησυχία, ηρεμία, έλλειψη κάθε είδους θορύβου («νά χες τη δύναμη ν ακούς τών ουρανών τη σιγαλιά», Κ. Βάρναλης) 2. νηνεμία, άπνοια … Dictionary of Greek
σιγαλόφωνος — η, ο, Ν αυτός που μιλά ή ηχεί σιγαλά. επίρρ... σιγαλόφωνα Ν με σιγαλή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγαλός + φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό φωνος] … Dictionary of Greek
σιγανοπαπαδιά — και σιγαλοπαπαδιά, η, Ν 1. μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που υποκρίνεται τον φρόνιμο, τον αγαθό και καλό, ενώ στην πραγματικότητα είναι ύπουλος, πανούργος και μοχθηρός 2. άτομο που παριστάνει τον δυστυχισμένο και ανυπεράσπιστο, ενώ στην… … Dictionary of Greek
σιγανός — (I) ο, Ν ζωολ. γένος φυτοφάγων θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, που ζουν κυρίως στα ρηχά τών τροπικών και υποτροπικών θαλασσών και τών οποίων δύο είδη ζουν και στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες άσπρη αγριόσαλπα και… … Dictionary of Greek
σιγηλός — ή, ό / σιγηλός, ή, όν, ΝΑ βλ. σιγαλός … Dictionary of Greek
συνήχηση — η / συνήχησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνηχῶ] 1. γραμμ. η τυχαία ή σκόπιμη παράταξη λέξεων με ομόηχες συλλαβές, η παρήχηση, όπως λ.χ. ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος [Αλ. Ραγκαβής] ή τυφλός τά τ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ ὄμματ εἶ [Σοφ.] 2. (κυρίως στην αρχ.… … Dictionary of Greek